Ὀικλέα

Ὀικλέα
Ὀϊκλέα , Ὀϊκλέης
masc acc sg (epic ionic)
Ὀϊκλέᾱ , Ὀϊκλέης
masc acc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ζευξίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της μητέρας του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα και σύζυγός του, μητέρα της Πρόκνης, της Φιλομήλας, του Ερεχθέα και του Βούτου. Κατά τον Υγίνο ήταν κόρη του Εριδάμου, σύζυγος του Τελεόντα και μητέρα του Βούτου. 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”